- μούρτζινος
- η , ο обл бордо, бордовый (о цвете)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μούρτζινος — Επώνυμο ιστορικής οικογένειας της Μάνης, κλάδος του οίκου των Τρουπάκη. Βλ. λ. Τρουπάκης. * * * η, ο αυτός που έχει βαθύ κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μούργα + κατάλ. ινος με ουράνωση τού γ σε τζ . Κατ άλλους, από το επίθ. μούρσινος (< μύρσινος … Dictionary of Greek
μούρσινος — μούρσινος, ίνη, ον (Α) πιθ. αυτός που έχει το χρώμα τής μουριάς ή αυτός που έχει το χρώμα τής μυρτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. είναι πιθ. εσφαλμένη γραφή τού μόρινος (< μόρον «μούρο») ή < μυρσίνη αντί μύρσινος (βλ. και λ. μούρτζινος)] … Dictionary of Greek
Τρουπάκης — Επώνυμο ιστορικής οικογένειας της Μάνης, η οποία είναι κλάδος των Παλαιολόγων του Μιστρά, γενάρχης της οποίας ήταν ο Μιχαήλ Παλαιολόγος. Αυτός, εξαιτίας της καταγωγής του και των προσωπικών του ικανοτήτων, έγινε πρωτόγερος στην Ανδρούβιστα, με… … Dictionary of Greek